- υδροκέλευθος
- -ον, Απιθ. αυτός που αφήνει υγρά ίχνη, ὑγροκέλευθος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + κέλευθος «δρόμος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek